-
1 επισημον
τό1) знак, изображение(σκῆπτρον ἄνευ ἐπισήμου Her.; ἐ. τοῦ νομίσματος Plut.)
2) отличительный (опознавательный) знак, эмблема(τῆς νεῶς Her.; ἐπίσημα καὴ σύμβολα Plut.)
См. также в других словарях:
επίσημο — το (Α ἐπίσημον) [σήμα] μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα αρχ. 1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.) 2. (για ασπίδα) διακριτικό … Dictionary of Greek